Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Η παρακάτω συνέντευξη δόθηκε στον Αλέξη Γαγλία για το Περιοδικό Υποβρύχιο..
Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να διαβαστεί γιατί ο Γιώργος Αυγερόπουλος είναι ένας σπουδαίος δημοσιογράφος, από τους λίγους που υπηρετούν την δημοσιογραφία με τον ορθό τρόπο και θα μπορούσε να αποτελεί πρότυπο δημοσιογράφου στα άτομα που επιθυμούν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα..!


Του Αλέξη Γαγλία |
"Ο Εξάντας είναι βιομηχανική παραγωγή ντοκυμαντέρ" 

Όταν συναντηθήκαμε, είχε μόλις γυρίσει από Ινδία. Δύο μέρες μετά τη συνέντευξη θα έφευγε πάλι στο εξωτερικό για τις ανάγκες του πρώτου «Εξάντα» της τηλεοπτικής σαιζόν που έρχεται. Ο Γιώργος Αυγερόπουλος, όσο καλή διάθεση κι αν έχει, δεν είναι κι από τους πιο εύκαιρους «συνεντευξιαζόμενους». Όταν όμως βρεθείς μαζί του, η συνέντευξη εύκολα εκτρέπεται σε κουβέντα κι η κασέτα από το μαγνητοφωνάκι αποδεικνύεται μικρή. Ρωτάς λίγα και τον αφήνεις περισσότερο να μιλά, έχει πολλά να πει. Και ακούγοντας τον από κοντά μπορείς πια να αποκρυσταλλώσεις μια πιο ξεκάθαρη γνώμη, για τη μέθοδο και το σκοπό του έργου που παράγει - τη «φάση» του όπως λέμε.   
Ο Αυγερόπουλος δεν καταγράφει απλώς την πραγματικότητα. Σ' αυτή τη βιομηχανική παραγωγή ντοκιμαντέρ - έτσι χαρακτήρισε ο ίδιος τη δουλειά του - όπου έχει εμπλακεί, δεν παριστάνει σοβαροφανώς, ότι τάχα απευθύνεται στον αξιότιμο ιστορικό του μέλλοντος. Με τη γλώσσα της εποχής του μιλά στους ανθρώπους της και μας δίνει στο πιάτο, αίμα καμιά φορά ή δυστυχία, μα ρίχνει μέσα στον προβληματισμό μας liquid, σταγόνες ομορφιάς και τεντώνει τη σκέψη μας με μια ενημέρωση που εξελίσσεται καρέ καρέ στα μάτια μας, πυροδοτώντας «κατεβασμένα» αντανακλαστικά στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Και ψήγματα μιας ελάχιστης γνώσης του κόσμου, ορατού και αοράτου - άνωθεν φιμωμένου - σφηνώνονται στον ψυχικό μας φλοιό, σα θραύσματα στον τοίχο. Δε σερβίρεται μασημένη τροφή, ούτε υπαινίσσονται κηρύγματα. Μόνο δυνατές εικόνες, ανθρωποκεντρικές ακόμη κι ως την ποιητική υπερβολή του όρου, με έντονα χρώματα, ντυμένες ζεστή μουσική. Και παρ? όλη την τέχνη, καμία ποπ τάση και αναρχίζουσα απουσία κάθε διάθεσης στράτευσης, που όμως δεν αφήνει στο θεατή, την παραμικρή υποψία υπεκφυγής. Ένας καλοσχηματισμένος όγκος πληροφοριών, γεγονότα μπλεγμένα σε ανθρώπινες ιστορίες, ώστε μόνο τα στοιχεία να «εκβιάζουν» τη συγκίνηση.
Το ν' αναφερθείς στη δουλειά του Αυγερόπουλου, ως μια «καλή εκπομπή στην T.V», ίσως είναι κιόλας υποτιμητικό. Η καθιερωμένη, εκτός κάποιων δακτυλοδεικτούμενων εξαιρέσεων, τηλεοπτική ξεφτίλα - από τα reality games έως την εικονική πραγματικότητα των «σοφιζόμενων» βραδινών μας πάνελ - σχεδόν αφαίρεσε από τη λέξη «εκπομπή» κάθε επαγγελματική της αξιοπρέπεια. Την έδεσε χειροπόδαρα στο άρμα που έρχεται πάντα πρώτο στο καρναβάλι των μετρήσεων, στο Τετριμμένο?και λίγο πολύ χαζοχαρούμενο. Αυτός φτιάχνει films, όση προϋπόθεση και δόση τέχνης κι αν αυτό συνεπάγεται. Προσπαθεί μόνο να συμπτύξει το υλικό του, στις χρονικές διαστάσεις της γιαπωνέζικης φέτας των 42?, που φιγουράρει σαν ναΐσκος στα επίκεντρα πολλών εκ των σπιτιών μας.
Στη δύσκολη, αντίπερα όχθη της μιζέριας του trendy σκηνικού, ίσως γελάει κιόλας- κάπως έτσι τον «έκοψα»- με τους εξόφθαλμα αναγνωρίσιμους, καθημερινούς αστέρες ή με τους βασιλικούς (τα φυτά) που δροσερά αναπαύονται στις γλάστρες τους. Το μισό του χρόνο ταξιδεύει σε όλη τη γη, τον υπόλοιπο - δε δημοσιογραφεί (πια) με ερεθισμένα, από κάποιο.. ψύλλου πήδημα, μαρκούτσια - συγγράφει και κάνει έρευνα, με γνώμονα το ένστικτο του, χωρίς τα γεγονότα να τον σέρνουν. Ο ίδιος μου είπε, πως μέσω του «Εξάντα» προσπαθεί να «διαπαιδαγωγεί», μα κάνει και την κάβλα του. Όπου πήγε, ήθελε να πάει - δεν τον οδήγησε εκεί καρότο ή μαστίγιο.
Από ένα σημείο και πέρα νομίζω πως επιβλήθηκε στο σύστημα, κάπως «εκ των έσω», μα όχι και ακριβώς. Με μια μαγκιά που αντλείται από τη βαθιά γνώση και απομυθοποίηση - πως αν η δημοκρατία μας δεν εξοκείλει παντελώς, σε τούτη την επιταχυνόμενη περιστροφή της μες στο κουκούλι του επόμενου, κακού Άξονα - αυτός και η ομάδα του, θα συνεχίσουν να αποτελούν ένα από τα δυνατά άλλοθι του δημοσιογραφικού/ τηλεοπτικού συστήματος. Και ένα από τα εξαίσια δείγματα της φιλελεύθερης διάθεσης του καθεστώτος?
Αν η δημοσιογραφία του Αυγερόπουλου, μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να αποδοθεί σε όρους «μπάλας», τότε σίγουρα μιλάμε για το Champion?s League.   


Τι θα παίξει πρώτο από Σεπτέμβρη; Το θέμα που φτιάχνουμε τώρα. Λέγεται «Πόλεμος Α.Ε.» και έχει να κάνει με τις ιδιωτικές εταιρείες πολέμου.


Που πουλάνε όπλα δηλαδή; Όχι. Δες πως πάει. Πες ότι είσαι ο πρόεδρος μιας χώρας ή ο Μπους ακόμα χειρότερα? και κάνεις πόλεμο. Προκειμένου να μην «τρώνε λάχανο» τα 19άχρονα που στέλνεις εκεί πέρα, απευθύνεσαι σε μια ιδιωτική εταιρεία που «νοικιάζει» μισθοφόρους, συνήθως πρώην μέλη ειδικών δυνάμεων από χώρες με παράδοση σε στρατιωτικά καθεστώτα (Χιλή, Απαρτχάιντ), και τους λες: χαίρετε,  αμερικανική κυβέρνηση εδώ, αναλάβατε παρακαλώ να στείλετε κάμποσους δικούς σας στρατιώτες στο Ιράκ ή και οπουδήποτε αλλού. Οι «εργολαβίες» αυτές, ως παγκόσμιο φαινόμενο πια, εξελίσσονται σχεδόν παντού και πολύ φανερά, μάλιστα έχουν αποκτήσει και διεθνή ονομασία  ?contractors?. Αναλαμβάνουν από μυστικές αποστολές, έως να φρουρούν το κτίριο της αμερικάνικης διοίκησης και μπλέκονται σε όλα τα χοντρά κόλπα. Ήταν «μέσα» και στο σκάνδαλο της φυλακής Abu Graibb. Εκεί, η αμερικανική κυβέρνηση ανέθεσε σε μια τέτοια ιδιωτική εταιρεία, που ασχολείται και με συστήματα ασφαλείας, να «ξανακτίσει» το σωφρονιστικό σύστημα του Ιράκ. Ορισμένοι από τους «εμπειρογνώμονες» που έστειλε η εταιρεία, αποκαλύφτηκε πως είχαν παρελθόν βασανισμών στις φυλακές της Utah. Άλλες δυο εταιρείες παρείχαν, η μία διερμηνείς κι η άλλη ανακριτές. Αυτό είναι το κόλπο. Η πιο σύγχρονη λύση για να μη σκοτώνονται οι στρατιώτες σου είναι οι μισθοφόροι - ιδιωτικοί υπάλληλοι, πια.

Είναι αυτοί που ζουν κάπως αερομεταφερόμενοι στα checkpoints του πλανήτη, από στρατόπεδο σε στρατόπεδο;
Αυτοί ακριβώς. Έχουν εμπλακεί σε όλες τις τελευταίες συγκρούσεις και μάλιστα πολλές φορές κρίνοντας τύχες.

Και δεν υπάρχει κανένα νομικό πλαίσιο γύρω από τη δράση αυτών των ανθρώπων, πως δηλαδή «δουλεύουνε», ή τι γίνεται αν σκοτώσουν κάποιον; Βρίσκονται πέρα από κάθε νόμο! Αυτό είναι το σκηνικό που θα παίξει τώρα, ένα φιλμ 90? που θα παίξει σε δυο μέρη. Το δουλεύουμε από πέρσι και σιγά, σιγά έχουμε γυρίσει 3 ηπείρους. Ευρώπη, Ασία, Αμερική.

Έτσι, ξεκίνησε η κουβέντα με τον Γιώργο Αυγερόπουλο, κάπως με μια ανυπομονησία για να ικανοποιηθεί και η προσωπική μου περιέργεια, αλλά να «καβατζώσουμε» και καμιά αποκλειστικότητα (επιτέλους?). Η απομαγνητοφώνηση «άγγιξε» τις 28 σελίδες χειρόγραφο κείμενο. Ό,τι ακολουθεί, είναι ότι μπόρεσε να χωρέσει?!

Είναι περίεργο για ένα δημοσιογράφο, να δίνει συνέντευξη;
Ναι, είναι περίεργη αίσθηση. Και κάποιες φορές υπάρχουν συνάδελφοι που ρωτούν περίεργα πράγματα, λίγο ιδιωτικά - ξεχνώντας κιόλας, ότι ο άνθρωπος που έχουν απέναντι τους, τον ?πιάνει αυτόν τον τρόπο. Κι αυτός την ίδια δουλειά κάνει.
Είχες πει, σε προηγούμενη συνέντευξη σου, ότι από πιτσιρικά σε κυνηγούσε ένα αίσθημα του στυλ «δεν προλαβαίνω». Τι εννοείς μ' αυτό; Άγχος;
Όχι ακριβώς, είναι κάτι πιο βαθύ. Είναι αυτή η αίσθηση μέσα στη ζωή, ότι έχω πολλά πράγματα να κάνω και δεν προλαβαίνω. Δεν αναφέρομαι στην καθημερινότητα - δεν προλαβαίνω να γράψω ένα κείμενο κλπ - εννοώ κάτι πιο πέρα. Είναι ένα αίσθημα που έχω από μικρός. Πάντοτε έρχονταν διάφορες ιδέες μέσα στο κεφάλι μου κι αναρωτιόμουν πότε θα τις κάνω πράξη. Αυτή η ίδια αίσθηση υπάρχει και τώρα - είναι αυτό που λέμε, «εγώ αυτό, κάποια στιγμή θα το κάνω». Και ξέρεις ότι θα το κάνεις, δεν υπάρχει άλλη περίπτωση. Αρκεί να προλαβαίνεις..

Η δημοσιογραφία πως προέκυψε; Κατάγομαι από εργατική οικογένεια. Οι άνθρωποι δεν είχαν πολλά χρήματα και δύσκολα τα φέρναν βόλτα. Μου λέγανε συνέχεια, «κοίτα να μάθεις γράμματα παιδί μου». Εγώ οτιδήποτε μπορούσα να κάνω, δεν είχε σχέση με αριθμούς και έτσι, με την εις άτοπο απαγωγή, ακολούθησα τη θεωρητική κατεύθυνση, 3η δέσμη. Αλλά κι εκεί κατάλαβα, ότι ούτε δάσκαλος ήθελα να γίνω, ούτε δικηγόρος ή καθηγητής. Κάποιος μου είχε πει κάτι για δημοσιογράφους και χωρίς να ξέρω τότε τι ακριβώς είναι αυτό, μου άρεσε σαν ιδέα - είχα και μια μικρή εμπειρία από τον Κούρκουλο στην ελληνική ταινία να φωνάζει «όχι άλλο κάρβουνο μωρέ». Πάω λοιπόν στη μάνα μου και της λέω, δώσε μου 180.000δρχ (1988) - της έφυγαν τα πιάτα της γυναίκας - γυρίζει και μου κάνει, «τι έγινε, που έμπλεξες;». Της απαντάω ότι δεν έμπλεξα και ότι χρειάζομαι τα χρήματα για να πάω σε κάποια ιδιωτική σχολή, σημερινό ΙΕΚ στο περίπου, για να γίνω δημοσιογράφος. Η απάντηση της ήταν κάτι σαν «που πας να μπλέξεις τώρα;» Δεν ήξερε κι αυτή πολλά και στην αρχή το αντιμετώπισε σα να της είχα πει ότι θέλω να γίνω αστροναύτης.
Έχεις κάνει «ρεπορτάζ δρόμου»;
Πάρα πολύ. Για μένα αυτό ήταν σχολείο. Αλλά έχω κάνει και πράγματα που σήμερα ντρέπομαι γι' αυτά - λάθος χειρισμούς ας πούμε. Κάλυπτα κάποτε, μαζί μ' ένα φίλο μου, ένα τροχαίο και μας στέλνουν στο σπίτι του νεκρού- κλασσικό τότε εφημεριδίστικο ρεπορτάζ. Φτάνουμε στο σπίτι και συνειδητοποιούμε, από τον τρόπο που η γυναίκα μας άνοιξε την πόρτα, μες στην καλή χαρά, ότι οι μαλάκες οι μπάτσοι δεν έχουν ειδοποιήσει ακόμη την οικογένεια. Κολλήσαμε άσχημα. Αυτή άρχισε να ρωτάει ποιοι είμαστε και τι θέλουμε τον άντρα της. Μέσα στον πανικό μας της λέμε κιόλας ότι είμαστε δημοσιογράφοι κι εκεί την ψυλλιάζεται?Άρχισε να μας κυνηγά, ρωτώντας μας συνέχεια «τι έγινε με τον άντρα μου;», «είναι καλά;», κάποια στιγμή, από την ένταση λιποθυμά. Και τότε σκάνε και οι μπάτσοι. Άσχημο, πολύ. Μόνο όμως μέσα από αυτό το λούκι, που λέμε «ρεπορτάζ δρόμου», κερδίζεις μεγάλη εμπειρία στον τρόπο που μπορείς να διαχειριστείς καταστάσεις. Όταν αργότερα έκανα πολεμικές ανταποκρίσεις, όπου ο άλλος δε διαφωνεί απλά μαζί σου, αλλά κρατάει και όπλο, πρέπει, με κάποιον τρόπο να τον κοιτάξεις στα μάτια και να τον κάνεις μέσα σε δευτερόλεπτα, να σ? εμπιστευτεί.

Οι πολεμικές ανταποκρίσεις πως ξεκίνησαν; Έμπλεξα μάλλον τυχαία. Τον Αύγουστο του '92 το Mega ήθελε οπωσδήποτε να στείλει δικό του άνθρωπο στο Σαράγιεβο. Βγήκε λοιπόν ανακοίνωση «ποιος θέλει να πάει» κι εγώ, μέσα στην άγνοια κινδύνου, 21 ετών ήμουν τότε, τους πρότεινα να το καλύψω. Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, άνθρωποι που είπαν, «το κρίμα στο λαιμό σας», «θα σκοτωθεί το παιδί», αλλά τελικά πήγα. Μου έδωσαν καλές οδηγίες - θα φτάσεις σ' αυτό το φυλάκιο, θα βρεις αυτόν τον άνθρωπο, θα διασχίσεις αυτήν την απόσταση ξαπλωμένος στο τεθωρακισμένο κλπ - κι έτσι απλά βρέθηκα μόνος μου στο Σαράγιεβο, με δυο βαλίτσες, τα ρούχα μου στη μια και ένα αλεξίσφαιρο στην άλλη, έχοντας πει στη μάνα μου ότι πάω στο Βελιγράδι για να καλύψω ένα ιατρικό συνέδριο. Έμεινα 22 φριχτές μέρες και γύρισα πίσω. Μετά ακολούθησε το Κόσοβο και στη συνέχεια Ιράκ, Αφγανιστάν.
Και τώρα ο «Εξάντας». Στα ντοκιμαντέρ αυτά, πόσο σημαντικός παράγοντας είναι η τρέχουσα επικαιρότητα;
Παίζει κάποιο ρόλο, αλλά όχι στο βαθμό «τώρα σκάνε οι βόμβες στο Λονδίνο και έπρεπε να φύγω χθες». Θα έχεις να μας πεις κάτι καινούργιο σε 3-4 μήνες; Τότε, ναι. Όταν η σκόνη κάθεται, τότε βλέπεις καθαρότερα.

Ποια είναι η μέθοδος σας, ώστε να μετατραπεί μια πρώτη ιδέα για πιθανό ρεπορτάζ στο τελικό αποτέλεσμα; Φαντάζομαι κάποια βήματα είναι κοινά σε όλα τα θέματα που αντιμετωπίζετε. Όταν επιλέγουμε ένα θέμα, το ψάχνουμε εξαντλητικά. Αυτό με τις φαβέλες στη Βραζιλία (οι Στρατιώτες των Λόφων), μας πήρε 8 μήνες. Βέβαια, παράλληλα τρέχουν πολλά θέματα, τα οποία αναλαμβάνουν διάφοροι άνθρωποι, ατομικά ή σε ομάδες. Την έρευνα την τρέχει ο Αποστόλης Καπαρουδάκης, ως επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας, ενώ κι εγώ ασχολούμαι με όλα τα θέματα, κυρίως σαν supervisor πια. Έρχομαι με μια ιδέα, τη ρίχνω στο τραπέζι και λέω, τώρα γνωρίστε το θέμα σας. Στην Ινδία για παράδειγμα, όπου η κοινωνία ακόμα διαχωρίζεται σε κάστες, υπάρχουν 250.000.000 άνθρωποι, που βρίσκονται εκτός καστών - δεν είναι οι πιο φτωχοί, είναι οι τελειωμένοι των τελειωμένων. Τους λένε «ανέγγιχτους» και δεν επιτρέπεται να τους αγγίξεις! Σαν θέμα αυτό ιντριγκάρει κάποιους ανθρώπους, άρα συμφωνούμε να το φτιάξουμε κι αρχίζουμε να πετάμε ιδέες. Σταδιακά θα διαμορφωθεί το τελικό έργο, μέσα στο πλαίσιο που έχουμε δημιουργήσει όλοι μαζί, όσοι συμμετέχουμε σ? αυτή τη δουλειά, να μην προσβάλλουμε δηλαδή αισθητικά τον τηλεθεατή. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις μια ιστορία κι εκεί παίζεται το μεγάλο στοίχημα. Γιατί παραμυθάδες είμαστε, ένα παραμύθι διηγούμαστε στον άλλο. Αλλά ο τρόπος της αφήγησης αυτής δε βγαίνει τόσο απλά - στήνω το σενάριο κάθε έργου, γράφοντας 20 μέρες, 16 ώρες τη μέρα και πριν ακόμα το σενάριο φτάσει στο μοντάζ, έχω ήδη δει την ταινία. Δεν είναι καθόλου γράφω 10.000 λέξεις και χαίρεται.   
Τους ανθρώπους στα μέρη όπου γυρίζεται ο κάθε «Εξάντας», από απλούς μεταφραστές μέχρι «κονέ» με αντάρτες ή άλλες τέτοιες παράνομες φάσεις, πως τους βρίσκετε;
Για να βρεις τον τρόπο που θα συναρμολογήσεις το κάθε θέμα, πρέπει να διαβάσεις πολλά πράγματα. Διαβάζοντας ανακαλύπτεις άρθρα κι ονόματα ανθρώπων ή οργανώσεων που μπορούν να σε βοηθήσουν, να σε οδηγήσουν. Πριν πας λοιπόν, έχεις αποφασίσει ποιους θες να συναντήσεις κι έχεις προσπαθήσει να επικοινωνήσεις μαζί τους. Αυτά όμως πάντα «παίζουν» ανάλογα με τις συνθήκες της χώρας - και αυτή μπορεί να είναι ο Νίγηρας, όπου δεν υπάρχουν καν τηλέφωνα. Οπότε, βρίσκεις ένα ντόπιο, που θα ?ναι και ο μεταφραστής σου, και τον ρωτάς αν θέλει να «παίξετε μπάλα» παρέα. Ο άνθρωπος αυτός θ? αναλάβει να σε «κονεξάρει», να βρει αυτούς που εσύ θες ή να σου προτείνει κι άλλους που δεν έχεις καν σκεφτεί. Πολλές φορές η έρευνα πηγαίνει στα τυφλά, υπάρχουν θέματα που πριν πας επιτόπου, έχουν κανονιστεί μόνο στο 20%. Γι? αυτό είναι πολύ σημαντικό, ο συνεργάτης σου να εμπνέεται κι αυτός από το ρεπορτάζ και να είναι έξυπνος. Κάποτε, στα βουνά του Αφγανιστάν μιλούσαμε με παραγωγούς κι εμπόρους οπίου, που κάποια στιγμή ρώτησαν τι είναι αυτό το εργαλείο, εννοώντας μια μικρή κάμερα που είχαμε. Και ο μεταφραστής μας, ένα φοβερό λαμόγιο, τους καθησύχασε, ότι είναι μηχάνημα που μετρά την καθαρότητα του ναρκωτικού.


Σε όλα αυτά τα ρεπορτάζ, πότε έχετε φοβηθεί περισσότερο;
Εμένα αυτό που με φοβίζει περισσότερο, είναι ο όχλος. Στην Αιτή, όταν κατέρρευσε το καθεστώς Αριστίντ, επικρατούσε πλήρης αναρχία, μια «φάση» όπου δεν ήξερες τι σε περιμένει. Μεταξύ των συνόρων Αϊτής και Αγ.Δομήνικου υπάρχει μια νεκρή ζώνη 3km. Μόλις περάσαμε την «πόρτα» του Αγ.Δομήνικου, προσπαθώντας να μπούμε στην Αϊτή, εμφανίζονται κάτι θεόρατοι τύποι, αρπάζουν τα πράγματα μας και τα φορτώνουν σε κάτι «παπάκια» για να τα μεταφέρουν μέχρι την «πόρτα» της Αϊτής. Τα ξεφορτώνουν και θέλουν πια να πληρωθούν - εντωμεταξύ όλοι μαζί είναι καμιά πενηνταριά, όλοι τους ένοπλοι. Και ενώ κανονίζουμε για την πληρωμή, αρχίζουν δύο τύποι να τσακώνονται, μιλάμε για μπουνιές, να ματώνουνε, για το ποιος θα πάρει τα φράγκα, περίπου 20$. Και γίνεται σύρραξη. Εκεί, πρέπει κάπως να διαχειριστείς την κατάσταση - εγώ προσπάθησα να μείνω ψύχραιμος, ακίνητος, ο μόνος λευκός ανάμεσα στους υπόλοιπους, κάπως σα σημαδούρα. Τους είπα να ηρεμήσουν και πλήρωσα τον καθένα τους ξεχωριστά. Το «αστείο» είναι, ότι μετά ήρθε ένας άλλος, δυνατότερος, τους πλάκωσε και τους δυο στο ξύλο και τους πήρε τα λεφτά. Μια άλλη φορά, στα Σκόπια, σ? ένα ρεπορτάζ για τον UCK κι ενώ τραβάγαμε πλάνα από την πλευρά του σκοπιανού στρατού, έτυχε ένας στρατιώτης να είναι μεθυσμένος, ντίρλα όμως, κόκαλο. Και τα ?χε πάρει με τους δημοσιογράφους - «κωλοδημοσιογράφοι, που ?ρχεστε εδώ..» κλπ. Τον απομακρύνουν μια, δυο φορές, αλλά όλο τους ξέφευγε και ξαναρχόταν κοντά, βρίζοντας και κλοτσώντας ότι έβρισκε. Κάποια στιγμή κλωτσάει την τσάντα μου. Σκύβω μαζεύω τα πράγματα, δε μιλάω καθόλου. Τον απομακρύνουν, αλλά αυτός πάλι «δραπετεύει» και κλωτσά ξανά την τσάντα μου, που έγινε πάλι φύλλο και φτερό. Τρελαίνομαι κι εγώ και του λέω, «άντε γαμήσου ρε μαλάκα», στα ελληνικά, αλλά το μπινελίκι φαίνεται παντού. Ο τύπος μου απαντάει μ? ένα «σου γαμώ το μουνί της μάνας σου» και οπλίζει - και ?γω φεύγω κάτω, μπλονζόν στα χωράφια?


Κάτι «καλό μέσα στο κακό», έχετε δει ποτέ;
Αυτά τα δυο πάντοτε συνυπάρχουν. Στη Βραζιλία, μέσα στις φαβέλες, δε μπορείς να φανταστείς πόσο ωραία περάσαμε. Πιάναμε κουβέντα με τους ανθρώπους, καθόμασταν μαζί τους, πίναμε μπύρες. Η επικοινωνία αυτή είναι τεράστια εμπειρία. Απ? όσα βλέπεις, θα ?σαι τυχερός αν καταγράψεις τα μισά κι απ? αυτά αν δώσεις το 10%. Όλο το υπόλοιπο είναι για σένα.

Από τους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει μέσω του «Εξάντα», θυμάστε κάποιους που σας έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση; Πολλούς. Στην Κολομβία ήταν μια 23άχρονη τύπισσα, παραστρατιωτικός, που άμα την έβλεπες πάθαινες. Ήταν μια γλυκύτατη κοπέλα κι όμως καθίκι του κερατά στη πραγματικότητα. Σου έλεγε, «έχω σκοτώσει ανθρώπους όσους και τα χρόνια μου», ή την άλλη φοβερή ατάκα, «έχω σκοτώσει 23 ανθρώπους με τα ίδια μου τα χέρια.» Σ? ένα χωριό της Ινδίας, ένα αγόρι από τους «ανέγγιχτους» κι ένα κορίτσι από την ανώτερη κάστα, «κλέφτηκαν» κι έφυγαν στο Δελχί. Οι συγγενείς τους ανακάλυψαν, τους «γύρισαν» πίσω και τους σκότωσαν και τους δυο με μια σφαίρα στο κεφάλι. Πήγαμε σ? αυτό το χωριό και κανένας δε μιλούσε. Ο πρόεδρος του χωριού μας είπε, ότι πέθαναν ταυτόχρονα από εγκεφαλικό. Μόνο ένας θείος του αγοριού μας είπε την πραγματική ιστορία. Τον άνθρωπο αυτόν θα τον πιάσουν και θα τον σαπίσουν στο ξύλο, επειδή μας μίλησε?και το ?κανε εν γνώσει του.
Με μεγάλα, εσωτερικά θέματα, γιατί δεν ασχολείστε; Θέλετε να αποφύγετε πιθανή φθορά ή πολιτική ταύτιση;
Όχι. Ο «Εξάντας», έχει σήμερα μια συγκεκριμένη υφή. Δε σε ταξιδεύει για να δεις το εξωτικό ή το παράξενο, δεν είναι περιήγηση- σου λέει, «ρε φιλαράκο, έχεις 100 εκπομπές που ασχολούνται με τα δικά σου και τα γύρω σου, κάτσε δες μισό λεπτό τι συμβαίνει παραέξω και ίσως μπορέσεις να ερμηνεύσεις και τα δικά σου καλύτερα». Μπαίνω κάποτε σ? ένα ταξί από το αεροδρόμιο και με ρωτάει ο ταξιτζής, «που ήσουν;», στο Ιράκ του λέω. «Και τι έκανες στο Ιράκ; Εδώ να δεις τι γίνεται, που μας έχουν αυξήσει τα πετρέλαια.» Μα ακριβώς αυτά που συμβαίνουν στο Ιράκ, σου αύξησαν το πετρέλαιο ρε?Εγώ έχω σιχαθεί να θεωρούμε όλοι οι Έλληνες, ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, η κοιτίδα όλου του πολιτισμού και όλα τα σχετικά, που προσωπικά έχω σε μεγάλη αμφισβήτηση. Πολύ έχουμε ομφαλοσκοπήσει.

Τη νομιμοποίηση των τηλεφωνικών υποκλοπών και όλο αυτό το νέο πακέτο «αντιτρομοκρατικών μέτρων», πως το αντιμετωπίζετε;
Να σου πω. Σε λίγο, θα πίνεις το καφεδάκι σου, άνετος κάπου, θα εισβάλλουν μέσα τα ΕΚΑΜ με τις κουκούλες, θα σε κολλάνε στον τοίχο, θα σε ψάχνουν και θα τους χτυπούν οι υπόλοιποι στην πλάτη και θα λένε, «μπράβο, καλά κάνουν τα παιδιά». Αυτή είναι η κατάσταση. Και δε μιλάει κανείς. Εμένα αυτό μ? ενοχλεί. Για να μιλήσει όμως κανείς, πρέπει και να γνωρίζει. Εδώ δε γνωρίζουμε. Το 90% των Ελλήνων, καλώς ή κακώς, ενημερώνονται από την τηλεόραση. Βάζεις λοιπόν ένα κωλοδελτίο, να δεις τι συνέβη σήμερα κι ακούς ποιος γάμησε ποιον ή ποια τραγουδιάρα έβγαλε καινούργιο δίσκο. Γίνεται της πουτάνας, σου λένε θα δουλεύεις 800 ώρες τη βδομάδα και θα πάρεις σύνταξη στα 80 και αντί να έχει βγει πορεία μέχρι την Πάτρα, δε γίνεται τίποτα, δε μιλάει κανένας. Όλο το mainstream τηλεοπτικό πεδίο, όπως και ο Τύπος, έχουν στηθεί πάνω στη λογική ότι το βασικό κοινό είναι νοικοκυρές ετών 50. Λάθος.

Τελικά οι άνθρωποι που χαράσσουν αυτήν την τηλεοπτική/ εκδοτική πορεία, γνωρίζουν ικανοποιητικά τη σημερινή κοινωνία; Βγαίνουν έξω από το σπίτι τους;
Ουσιαστικά όχι. Συγχνωτίζονται σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους. Κι ενώ παρουσιάζονται να έχουν άποψη για την κοινωνία, δεν είναι μες στα πράγματα. Είναι 50 χρονών άλλωστε και δε θέλουν πολλά πολλά. Κυρίως να μη κουράσουν τον άλλο με «δύσκολα» ή δυσνόητα πράγματα. Δε λέω ολόκληρο το τηλεοπτικό πεδίο ή όλος ο περιοδικός τύπος, να είναι ένα πανομοιότυπο πράγμα - κουλτούρα, τέχνη και λόγος. Αλλά δώστε μια ευκαιρία και στους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Όταν πρωτάρχισε ο «Εξάντας», μπαίνω στο γραφείο του πρώην διευθυντή μου και του λέω περιχαρής, ότι κανόνισα να πάω Τσετσενία. Και μου λέει, «Τσετσενία; Τι θα πας να κάνεις εκεί; Ποιος ενδιαφέρεται τώρα για την Τσετσενία;». Ένα χρόνο μετά, συνέβη το «Θέατρο της Μόσχας», που πεθαίνανε οι άνθρωποι σαν τα ποντίκια?Δηλαδή, το «ποιος ενδιαφέρεται μωρέ;», είναι πιπίλα. Υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται. Γιατί μας θεωρούν όλους χαζούς;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου