Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

                         Δημοσιογραφικός λόγος και λέξεις

   «Τί εστί βανδαλισμός;» αναρωτιέται ο κ. Μανδραβέλης στο αντίστοιχο άρθρο του στη Καθημερινή, καθώς ενώ  στα λεξικά ως βανδαλισμός καταγράφεται η «σκόπιμη πρόκληση φθοράς καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, αγαλμάτων, αρχιτεκτονημάτων», στην καθομιλουμένη ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με μία πιο ευρεία έννοια που σκοπό έχει να περιγράψει  « τη σκόπιμη καταστροφή, οποιουδήποτε πράγματος». Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν πολλά που αποδεικνύουν την τάση της εποχής μας, να συμπεριφερόμαστε με βάση τα στερεότυπα και οι λέξεις να έχουν χάσει πλέον τις έννοιες τους. Από αυτόν τον κανόνα, διότι περί κανόνα πρόκειται, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση ο δημοσιογραφικός λόγος, που όλοι ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά και όπως πολλοί υποστηρίζουν, ως ένα βαθμό τα μέσα επικοινωνίας είναι αυτά που δημιουργούν τα στερεότυπα και αλλοιώνουν τις έννοιες των λέξεων.   

    Οι λέξεις είναι ο βασικός παράγοντας στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Η χρήση τους  είναι πολύπλευρη και καθορίζουν την συμβίωση και συνύπαρξη μας με τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας στην οργανωμένη κοινωνία. Μέσω των λέξεων εκφράζουμε τα συναισθήματα μας, τις σκέψεις, τις απόψεις, τις αντιρρήσεις μας, λύνουμε διαφορές, ανταλλάσουμε γνώμες, αφηγούμαστε, περιγράφουμε καταστάσεις και γεγονότα. Με τις λέξεις δημιουργείται ο κοινός κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, τουλάχιστον όταν αυτές διατυπώνονται με την κυριολεκτική σημασία τους. Τί γίνεται, όμως, όταν οι έννοιες των λέξεων ξεχειλώσουν; όταν η έννοια μιας λέξης γίνεται πιο ευρεία; Άραγε  αυτές οι αλλοιωμένες λέξεις  χρησιμοποιούνται ασύστολα  και από τα μέσα ενημέρωσης, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και έχουν την μεγαλύτερη επιρροή  πάνω στον άνθρωπο και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του; Έχει ο δημοσιογραφικός λόγος ξεφεύγει απόλυτα από τα καθορισμένα πρότυπα;


   Ο δημοσιογραφικός λόγος ορίζεται ως ΄΄ «δημόσιος λόγος», πληροφοριακός, συχνά ιδεολογικά φορτισμένος, πειθαναγκαστικός, επιστημονικός και πιο σπάνια λογοτεχνικός, αποφεύγει τη πολυσημία, είναι ακριβολόγος, σαφής, σύντομος και υπακούει στους κανόνες της κοινωνικά αποδεκτής μορφής της γλώσσα.’’ Ωστόσο, αυτή είναι μια θεωρητική προσέγγιση διότι στη πράξη όποιο μέσο επικοινωνίας και αν χρησιμοποιούμε, πολύ εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι έντονη η χρήση του μεταφορικού  λόγου και οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται με τις ακριβείς τους σημασίες. Πολλές φορές σε στην προσπάθεια τους να εντυπωσιάσουν οι δημοσιογράφοι το κοινό, να κάνουν τις περιγραφές τους πιο παραστατικές και να πείσουν για τα λεγόμενα τους, προσφεύγουν σε παίγνια και κάνουν χρήση μιας πιο ποιητικής γλώσσας. Ονοματικές φράσεις όπως μαύρο/ζεστό χρήμα, τραυματική εμπειρία, κραυγή αγωνίας, αγγελικό πρόσωπο ή εκφράσεις του τύπου «η αστυνομία χτένισε κυριολεκτικά την περιοχή, η υπόθεση καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου» είναι συχνό φαινόμενο  που αποδεικνύουν ότι η κυριολεκτική σημασία των λέξεων είναι αμφισβητούμενη. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο δημοσιογραφικός λόγος λόγω τέτοιων στερεότυπων τείνει να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνικό και να αφανιστεί το είδος του. Αλλά ,όπως προαναφέρθηκε, τα Μέσα Μαζικής  Ενημέρωσης ασκούν μεγάλη επιρροή στους ανθρώπους και δημιουργούν στερεότυπα, γεγονός που οδηγεί όλους να συμπεριφέρονται  με βάση αυτών, χωρίς να ψάχνουν τις έννοιες των λέξεων.

   Επομένως, αυτό που πρέπει να γίνει για  να μην γίνεται κοινή χρήση μια λέξης για πολλά νοήματα είναι να οριοθετούνται  οι λέξεις και  να τις σκεφτόμαστε πριν τις χρησιμοποιήσουμε, σ΄ αυτό καθοριστικό ρόλο θα παίξουν και τα μέσα επικοινωνίας. 

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

΄΄Η Πιανίστρια" με το Νόμπελ..

  Τον Οκτώβριο του 2004 απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στην αυστριακή μυθιστοριογράφο και θεατρική συγγραφέα, Ελφρίντε Γέλινεκ. Η οποία στην απονομή της επίμεινε στο γεγονός ότι της ήταν αδύνατον να το αποδεχτεί προσωπικά, ως ΄΄εγώ΄΄. Ο λόγος για τον οποίον διατήρησε αυτή τη στάση, όπως εξομολογείται στη δημοσιογράφο Κρίστιν Λεσέρ ήταν :διότι ΄΄όταν απονέμεται σε μία γυναίκα ένα τέτοιο βραβείο, είτε το θέλει είτε όχι, μαζί της ανταμείβονται όλες οι γυναίκες. Ακριβώς  επειδή η γυναίκα δεν έχει το καθεστώς του υποκειμένου που είναι ανδρικό προνόμιο. Μάλιστα αυτό μου το αποδεικνύουν οι γυναίκες γιατί συνεχώς μου λένε το εξής «Αυτό το Νόμπελ μας ευχαρίστησε τόσο πολύ ως γυναίκες.»΄΄ εκδηλώνοντας καταυτόν τον τρόπο για άλλη μια φορά τα φεμινιστικά της φρονήματα. Ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η Γέλινεκ πεισματικά επιμένει ότι η κοινωνία ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει, ίσως κάποια  μικροπράγματα να έχουν αλλάξει αλλά δομικά παραμένει η ιδία. Μια κοινωνία που περιφρονεί το γυναικείο φύλο και το εξευτελίζει. Ειδικότερα οι γυναίκες συγγραφείς που έρχονται αντιμέτωπες με την πολιτισμική περιφρόνηση καθώς η καλλιτεχνική τους εργασία υπόκειται σε ιδιαζόντως αντρικά αξιολογικά κριτήρια. Αυτό είναι μια απόδειξη βίας και εξευτελισμού της γυναίκας, καθώς κρίνεται η εργασία της με ανδρική κριτήρια. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν στρέφεται μονό εναντίον των ανδρών αλλά και των γυναικών που δεν στηρίζονται στις δυνάμεις τους αλλά ποντάρουν στους άνδρες τους για να οργανώσουν τη ζωή τους, υποβιβάζοντας και απαξιώνοντας καταυτό τον τρόπο το γυναικείο φύλο.


  Η Ελφρίντε  Γέλινεκ είναι  ευρέως γνωστή για το έργο της  ΄΄Η Πιανίστρια ΄΄ , ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που αντικατοπτρίζει τον συναισθηματικό της κόσμο. Γεννημένη το 1946 στο Μυρτσουσλάγκ στη Σύρια από πατερά ταπεινής καταγωγής και μητέρα που προερχόταν από καλή αστική τάξη, τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα και σε συνδυασμό με τη μητέρα της απόλυτα καθοριστικά στη ζωή της. Η μητέρα της, Όλγα, ήταν η κυρίαρχη  δύναμη του σπιτιού, και η Γέλινεκ  ήταν παραδομένη στην παντοδυναμία της. Σε αντίθεση με τους συνομηλίκους της περνούσε ατέλειωτες ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο της μελετώντας όλα τα μουσικά όργανα και χορό, όπως πρόσταζε η μητέρα της. Είχε ανατραφεί ως περιθωριακή, χωρίς κοινωνική ζωή και όπως η ιδία αναφέρει χαρακτηριστικά: ΄΄ Η παιδική ηλικία ως τέτοια δεν υπάρχει για μένα, γιατί ποτέ δεν είχα το δικαίωμα να είμαι παιδί.΄΄ Η πατρική μορφή ήταν απούσα όχι μονό γιατί αυτή που πάντα κυριαρχούσε ήταν η μητέρα της αλλά και επειδή ο πατέρας της κατέληξε ψυχασθενής. Ακόμη και στα έργα της το πατρικό πρόσωπο είναι βουβό, άρρωστο, ανάπηρο ή τρελό. Το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής απέκλειε παντελώς τον πατερά και η εκπαίδευση κατέληγε μητρογραμμική, για εκείνη όταν πήγαινε σχολειό σήμαινε σαν να πήγαινε στο θάνατο και τούτο διότι ήταν συνδεδεμένο με ένα άκρως καταναγκαστικό εκπαιδευτικό σύστημα και με την μητέρα της που ήταν απόλυτα αυταρχική, η ιδία ποτέ δεν μπόρεσε να ανεχτεί οποιαδήποτε μορφή αυθεντίας. Πάραυτα, ανάμεσα στη Γέλινεκ και στη μητέρα της δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καθήλωσης, αυτό αποδεικνύεται αφενός ακόμη κι όταν παντρεύτηκε δεν εγκατέλειψε την μητρική της κατοικία αφετέρου η μητέρα της μέχρι το τέλος της ζωής της ασκούσε πάνω της αυτή τη δύναμη καθήλωσης. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, παραδέχεται ότι μπορεί  πράγματι πάντα να επιθυμούσε να επιστρέψει σ΄αυτό το παιδικό καθεστώς και κατά βάθος αρνιόταν  να έχει μια κανονική ζωή και ο σύζυγος της το προσφέρει αφού μπορεί να ζήσει σε πλήρη αυτάρκεια και δεν της ζητά ποτέ τίποτα.
                                                           

  Όντας ένα ακοινώνητο ον και απόλυτα παραδομένη στην κυριαρχία της μητέρας της, βρήκε καταφύγιο στη γραφή και στην ανάγνωση. Ξεκίνησε γράφοντας ποιήματα ,ωστόσο, γρήγορα συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν πιο πολύ χώρο για να διατυπώσει αυτά που νιώθει και κατέληξε ότι η πεζογραφία αντιστοιχεί καλύτερα στην ιδιοσυγκρασία της αφού ο περιορισμός δεν της ταιριάζει. Η συμβολή του Βreicha στην συγγραφική της πορεία ήταν πολύ σημαντική, αυτός την ανακάλυψε, την στήριζε, την ενθάρρυνε και όπως η ιδία τονίζει : ΄΄σ΄αυτόν οφείλω τα πάντα….χάρη σ΄αυτόν έγινα συγγραφέας, θέλω να πω επαγγελματίας συγγραφεας.΄΄ Κατά  τη δεκαετία 1975-1985 αναπτύσσει μια έντονη δραστηριότητα στο χώρο της ποίησης, της πρόζας, στο θέατρο, στο δοκίμιο, θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο, και σήμερα ασχολείται με την μετάφραση σπουδαίων δημιουργών όπως ο Oscar Wilde.           


  Μπορεί σήμερα η Γέλινεκ  να ζει απομονωμένη, παράμερα στο σπίτι της στη Βιέννη και βυθισμένη στη γραφή της,ωστοσο, για πολλά χρόνια η πολιτική της δράση ήταν έντονη. Το 1974 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστρίας και τούτο διότι όχι γιατί πίστευε  στην ικανότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία αλλά διότι ήθελε να αναλάβει αυτή την πολιτική εργασία στη βάση, ήθελε να υποταχτεί σ΄αυτή την άσκηση ταπείνωσης. Εκείνο το διάστημα το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας προσέγγιζε τους καλλιτέχνες και τους ηθοποιούς, οι όποιοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν το κόμμα αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν άπατη καθώς το κεφάλαιο τής καλλιτεχνών και ηθοποιών, το κόμμα το σπατάλησε και την εξουσία την είχε πάντοτε η σκληρή γραμμή του κόμματος.  Κάνοντας σήμερα τον απολογισμό της ύστερα από 20 χρόνια της πολίτικης της στράτευσης συμπεραίνει ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ή αλλοιωθεί από τα αντικαπιταλιστικά της φρονήματα, από το μισός της για τη καταστροφή και την κοινωνική αδικία που γεννηθήκαν άπαυτο το σύστημα. Είναι πλέον πεπεισμένη ότι στη λογοτεχνία ξεπλήρωσε με επιτυχία το πολιτικό της μέλημα.

ΤΟ ΝΗΣΙ

 Το νησί  Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς είναι να ζεί κανείς στην απομόνωση, η αρρώστια του να τον στιγματίζει και να γίνεται η αιτία να αποχωριστεί για πάντα την οικογένεια, τους φίλους, τις καθημερινές συνήθειες και να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή, με καινούργια δεδομένα, νέες βάσεις και έναν μόνιμο φόβο, αυτόν της ύπαρξης; Άραγε η δύναμη της αγάπης είναι τόσο μεγάλη που να έχει τη δυνατότητα να αντέξει μέσα στο χρόνο και να βγεί νικήτρια; Μπορεί η δυστυχία και ο φόβος του θανάτου να γεννήσει την ελπίδα, να ενδυναμώσει τις σχέσεις και να κάνει τη λαχτάρα για ζωή πολύ μεγαλύτερη; Τις απαντήσεις μπορούμε να τις βρούμε στο βιβλίο ΄΄ Το νησί" της Victoria Hislop, από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.

  H Αλέξις επιθυμεί να μάθει για το παρελθόν της μητέρας της, Σοφίας, που τόσο πεισματικά αρνείται να αποκαλύψει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι η μητέρα της μεγάλωσε σ'ένα μικρό χωριό της Κρήτης πριν αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Έτσι, παίρνει την απόφαση να επισκεφθεί την Κρήτη, κρατώντας στα χέρια της ένα γράμμα από την Σοφία για να το δώσει σε μια παλία φίλη της, τη Φωτεινή Δαβάρα, η οποία θα ήταν το πρόσωπο που έμελλε να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια και θα ήταν ο κρίκος για την αποκατάσταη των σχέσεων μεταξύ μητέρας και κόρης.

  Η ιστορία ξεκινάει τρεις γενεές πριν, το 1939 από την προγιαγιά της Αλέξις, την Ελένη. Μια γυναίκα καλόκαρδη, κάτοικος της Πλάκας και ευτυχισμένη με τον άνδρα της ,Γεώργη Πετράκη και τις δύο κόρες της, Μαρία και Άννα. Ήταν η πρώτη που προσβλήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν και μεταφέρθηκε στο νησί της κατοικίας των λεπρών, στη Σπιναλόγκα, ή όπως αλλιώς συνήθιζαν να το ονομάζουν το νησί των " ζωντανών νεκρών " , εκεί ήταν και το μέρος που θα άφηνε και την τελευταία της πνοή. Ωστόσο, μέχρι να συμβεί αυτό είχε αναθεωρήσει πολλές απόψεις σχετικά με την αρρώστια, το νησί, τη ζωή μέσα σε αυτό και κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη Σπιναλόγκα η φλόγα της για ζωή είχε δυναμώσει. Την ίδια εμπειρία ύστερα από χρόνια θα βίωνε και μία από τις κόρες της η Μαρία, ενώ η άλλη της κόρη,Άννα, θα παντρευόταν έναν πλούσιο νεαρό, τον Ανδρέα, που στο τέλος αφού είχαν κάνει ένα κοριτσάκι,την Σοφία, θα την σκότωνε διότι είχε ανακαλύψει ότι τον απατούσε.

  Η Μαρία παρέμεινε αρκετά χρόνια στο νησί, ώσπου ανακαλύφθηκε το φάρμακο κατά της λέπρας και εκκενώθηκε πλήρως το νησί. Εντασσόμενη πάλι στην "κανονική" κοινωνία και μετά τον θάνατο της αδερφής της ανέλαβε μαζί με τον άνδρα της, Κυρίτση, την επιμέλεια της μικρής Σοφίας, μητέρα της Αλέξις, αποκρύπτοντάς της την αλήθεια για την ιστορία των προγόνων της μέχρι τα 18 της χρόνια. Μια αλήθεια που όπως είχαν προβλέψει θα πλήγωνε και θα έκανε τη Σοφία αφενός να ντραπεί και αφετέρου να μην ξαναγυρίσει στη Κρήτη, όπως και έπραξε.

  Παρά τα δεινά της αρρώστιας, της απομόνωσης και της δυστυχίας οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου δένονταν πάντα με αγάπη, ήλπιζαν και ξαναγεννιόντουσαν από τις στάχτες.

  Ένα βιβλίο που προωθεί τη ζωή, την αισιοδοξία και την ελπίδα.
  Αξίζει να το διαβάσετε!