Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

O αετός...

Κάποτε έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανος τον ήλιο. Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα. Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος. Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένος. Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα. Δεν πειράζει έλεγα, τώρα δεν είμαι μόνος μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερος αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποια να της κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια. Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι της για παντα. Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι της κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνος μου να την κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή της στο βάθος του ορίζοντα. Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά. Δεν πειράζει,σκεφτηκα, θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού. Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα. Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω. Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη. -Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα. Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, εμένα ψηλά μα ακίνητος. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα. -Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός. Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση. -Είναι αργά. Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων. Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω. Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. Όχι εγώ θα πετάξω έλεγα και φώναζα σε όλους. Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις. Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος. -Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε. -Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως; -Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε. -Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: -Δεν φταίνε οι τρύπες γιε μου. Ξέχασες πώς να πετάς. -Μα δες τες, του είπα. Είναι μεγάλες. Με πέτυχαν τα βέλη του έρωτα και έπεσα στην γη. -Αχ παιδί μου, λαθος έκανες. Ο σωστός έρωτας δεν σε προσγειώνει, αντίθετα σου δίνει φτερά, σε βοηθάει να πετάξεις. Δεν σε κατεβάζει στην γη. -Εκεί ψηλά που πέταγα ήμουν μόνος μου, δεν είδα άλλον γύρω μου. Δεν υπήρχε καμία για να της δώσω την αγάπη μου. Κοίταξα κάτω και είδα μια νεράιδα. Ήταν όμορφη στα μάτια μου, με κάλεσε κοντά της να παίξουμε στην λίμνη της, αλλα εκεί περίμενε ο φτερωτός ο κυνηγός που έστησε το δόκανο στην λίμνη. Δεν τον είδα. -Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Συμβιβάστηκες. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το. Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε. Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου. Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. Πετάω και πάλι, σκέφτηκα. Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος. -Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα. Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου. Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα κι ένοιωσα χαρούμενος. Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ αυτιά μου την φωνή του γέρου. -ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ, ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ. Ελευθερία είναι να πετάς ψηλά...

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Τα όρια του συμβολικού λόγου

   «Ρapa dont preach»: τραγούδησε  η Μαντόνα συμπεριλαμβανομένου του στίχου «Ιve made up my mind / Im keeping my baby» ( Το αποφάσισα / θα κρατήσω το μωρό μου) το 1986 και αμέσως οι ομάδες υποστήριξης των εκτρώσεων την εκθείασαν ενώ οι κατά των εκτρώσεων ήταν επί ποδός πολέμου. Η ίδια με απόλυτη φυσικότητα απάντησε: «Οι πάντες πήραν στραβά το μήνυμα του τραγουδιού».  Κατά παρόμοιο τρόπο και η Εύα Στεφανή είχε εκθέσει μια βιντεοεγκατάσταση, που απεικόνιζε μία γυναίκα να αυνανίζεται ενώ παράλληλα ακουγόταν  ο εθνικός ύμνος, γεγονός που  ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και πραγματοποιήθηκε η κατάσχεση της το 2007. Αλλά και το κάψιμο της σημαίας, των θρησκευτικών συμβόλων  και η δημόσια παρέλαση ομοφυλόφιλων διχάζουν την κοινή γνώμη και δημιουργούν αντίπαλα στρατόπεδα. Εδώ, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι τα όρια της έκφρασης του συμβολικού λόγου; Δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιο καθολικό συμπέρασμα καθώς οι γνώμες διαμορφώνονται με βάση τις προσωπικές εμπειρίες, τα πιστεύω, την νοοτροπία και την κοινωνία όπου ανήκει ο καθένας μας.
  Η Ελλάδα είναι μια χώρα που φημίζεται για τις διαδηλώσεις και τις έντονες πορείες. Στα πλαίσια αυτών των διαδηλώσεων οι αναρχικοί, συνήθως, καίνε την ελληνική σημαία για να εκφράσουν τις απόψεις και την απαξίωση τους προς τη χώρα. Αυτή η πράξη προκαλεί και προσβάλλει τα άτομα που είναι υποστηριχτές των εθνικών συμβόλων. Θεωρούν ότι η σημαία δεν είναι απλά ένα πανί με δύο χρώματα αλλά πάνω της αποτυπώνεται η ελληνική ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα, το αίμα που χύθηκε και οι αγώνες που έγιναν για την απελευθέρωση της.  Επομένως, αν συμμεριστούμε αυτή την άποψη είναι αναγκαίο να θεσπιστούν νόμοι, οι οποίοι θα προστατεύουν  τα εθνικά και θρησκευτικά σύμβολα και η τυχόν παραβίαση τους να επιφέρει αυστηρές κυρώσεις.
  Από  την άλλη πλευρά,  υπάρχουν άτομα  που τέτοιου είδους πράξεις δεν τους αγγίζουν,  είτε καίγεται η σημαία είτε ο σταυρός ή  οποιοδήποτε άλλο σύμβολο διότι τα αντιμετωπίζουν ως υλικές οντότητες χωρίς καμία αξία. Αυτοί υποστηρίζουν ότι σημασία έχει η ιδέα που εκφράζουν.  Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν άνθρωποι άθεοι και αντίθετοι στην έννοια της πατρίδας. Επιπλέον, ζούμε σε μία χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται με τον τρόπο που επιθυμεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θέσπιση νόμων  για  την οριοθέτηση του συμβολικού λόγου θα ήταν αντιδημοκρατική και θα περιόριζε την ανθρώπινη έκφραση.
   Σε  μία κοινωνία που ο καθένας έχει δικαίωμα στη διαφορετικότητα και κάθε άτομο έχει το νόμιμο δικαίωμα να πιστεύει στον χριστιανισμό, στο μουσουλμανισμό, στο ναζισμό,  στο τρίπτυχο πατρίς-οικογένεια- θρησκεία ή ακόμη και στην ύλη ή στο τίποτα, θα ήταν ανούσιο να θεσπιστούν νόμοι για τα όρια του συμβολικού λόγου. Γιατί τελικά, δεν ξέρουμε ποια είναι αυτά τα όρια για τον καθένα. Ο καθένας ορίζει τα όρια με υποκειμενικά κριτήρια και δικά του πιστεύω.
  Τα μοναδικά όρια που θα έπρεπε υπάρχουν στον συμβολικό λόγο είναι αυτά που δεν προσβάλλον τα πιστεύω και τις ιδιαιτερότητες των συνανθρώπων μας, αυτά τα όρια δεν θα μπορούσαν να καθοριστούν από τον νόμο. Άρα, είναι χρήσιμο να αλλάξει η νοοτροπία της κοινωνίας, να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε το διαφορετικό.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Ζήτω η ΑΠΟΧΗ..

  15 Νοεμβρίου: η δεύτερη Κυριακή των δημοτικών εκλογών και τα τελικά αποτελέσματα είναι πια γεγονός. Γνωρίζουμε σε ποιους οι έλληνες πολίτες γύρισαν την πλάτη  και ποιοι είναι αυτοί που  με την έλευση στις κάλπες όλων των ατόμων που έχουν δικαίωμα στη ψήφο, αναδείχτηκαν  νικητές και τώρα μπορούν να περηφανεύονται για αυτή την καθαρή τους  νίκη, σωστά;

  Όχι, λοιπόν, γιατί σε αυτές τις εκλογές καθαρός, θριαμβευτικός νικητής ήταν η άρνηση της κοινωνίας να εκλέξει και για πρώτη φορά με τόσο προφανή τρόπο η δημοκρατία της πλειοψηφίας, έσκυψε το κεφάλι στην ολιγαρχία των λίγων. Το ποσοστό της αποχής άγγιξε το 60%  και των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων το 9,10% . Προφανώς σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για καθαρή νίκη κανενός υποψηφίου. Αλλά επειδή αυτό το ποσοστό μας αποδεικνύει ότι υπάρχουν πολλοί υποστηριχτές της αποχής ας δούμε ποια είναι τα υπέρ και τα κατά της μη άσκησης του εκλογικού μας δικαιώματος.

  Η Ελλάδα γράφει ιστορία σε αυτή την περίοδο που διανύει τώρα, μια ιστορία που όλοι απεύχονται να είναι μαύρες οι σελίδες της στο τέλος. Η οικονομική κρίση, τα σκάνδαλα των πολιτικών, η ανέχεια, τα κοινωνικά προβλήματα, η ανεργία και οι κακή διαχείριση των κρίσιμων θεμάτων για την οικονομία από την κυβέρνηση, οδήγησαν τους πολίτες σε εξαθλίωση και απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Το μεγαλύτερο ποσοστό αδυνατεί να εμπιστευτεί τους κυβερνώντες, πιστεύει ότι οι παρατάξεις δεν διαφέρουν μεταξύ τους και σκοπό έχουν παραπλάνηση των πολιτών. Το μήνυμα που περνάει η αποχή είναι «δεν αντέχουμε άλλο» με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Επομένως, τα υπέρ της αποχής είναι αφενός η φανέρωση της αγανάκτησης, της αποστροφής και απελπισίας των πολιτών και αφετέρου η πιθανή αφύπνιση των πολιτικών. Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία οι κυβερνώντες να ακούσουν την φωνή του λαού και να αναθεωρήσουν πολλές απόψεις, να αρχίζουν να διαχειρίζονται διαφορετικά τις καταστάσεις. Οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι η θέση τους στην εξουσία δεν είναι σταθερή και όλα εξαρτώνται από τους πολίτες.

  Υπάρχει και η άλλη πλευρά  που την καταδικάζει. Πραγματοποιήθηκαν  πολύ αιματηροί αγώνες  για να έχουμε εμείς αυτό το δικαίωμα να εκλέγουμε τα πρόσωπα που  θα μας εκπροσωπήσουν, ειδικότερα, οι γυναίκες που μπόρεσαν να πατάξουν την ανδροκρατούμενη κοινωνία και να αποκτήσουν το δικαίωμα της  ψήφου. Με την παραπάνω λογική θεωρείται το λιγότερο τρελό να μην αξιοποιεί κάποιος αυτό το δικαίωμα και να επιλέξει ο ίδιος τα άτομα που θα αποφασίζουν για εκείνον και την υπόλοιπη κοινωνία. Έπειτα, απέχοντας από τις κάλπες και αποδοκιμάζοντας το πολιτικό σύστημα η πλειοψηφία επέτρεψε στους λίγους να διαμορφώσουν το μέλλον της χώρας. Μέγα λάθος διότι μόνο  αυτοί οι λίγοι δεν είναι σε θέση να παρουσιάσουν την γενική επιθυμία της κοινωνίας και να αναδείξουν τα άξια πρόσωπα που θα πρέπει να αναλάβουν τις ηγετικές θέσεις.

  Έχοντας μια εικόνα από τα υπέρ και τα κατά της απόχης είναι πλέον προσωπική επιλογή του καθενός να παραστεί ή όχι  στις κάλπες τις επόμενες εκλογές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ατομική επιλογή επηρεάζει το σύνολο της κοινωνίας και στέλνει πολλαπλά μηνύμα.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Gucci ή μήπως να το ξανασκεφτώ;

   Kρίση..αυτή η λέξη δημιουργεί πολλά συναισθήματα, πολλούς συνειρμούς και σχεδόν πάντα καταλήγει σε φόβο αφενός για αυτά που θα ακολουθήσουν και αφετέρου αν τελικά θα βρεθούν τρόποι να ελευθερωθούμε από αυτή! Έχει, όμως,  η οικονομική κρίση μόνο αρνητικές πτυχές ή μέσω αυτής αναθεωρούμε πολλά, αρχίζουμε  να αξιολογούμε καλύτερα τα γεγονότα,  να βάζουμε άλλες προτεραιότητες και να σεβόμαστε την αξία των χρημάτων; Οι νέοι είναι ακόμη προσκολλημένοι στον παλαιό τρόπο ζωής, διατηρούν ακόμη τις πολυτελής συνήθειες τους;

  Αναμφισβήτητα η κρίση έχει επιφέρει πολλές αλλαγές στις ζωές μας, είτε κάποιος βρίσκεται στα ανώτατα είτε στα κατώτερα στρώματα. Ο καθένας μας αντιλαμβάνεται και επηρεάζεται  διαφορετικά από αυτή, κρίση η οποία έχει πολλούς παραμέτρους και ανάμεσα τους και κοινωνικές. Ωστόσο, εάν εξετάσουμε πιο διεξοδικά το θέμα θα γίνει αντιληπτό πως, όπως κάθε κατάσταση, έτσι και η οικονομική κρίση  έχει και την θετική αλλά και την αρνητική πλευρά. Θα ρίξουμε μια ματιά στις συνήθειες των νέων,  αυτά που μέχρι πρόσφατα τα θεωρούσαν  δεδομένα ή ντεμοντέ τα αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο και τους δίνουν άλλη αξία.

  Ώρα 14:00 στη λέσχη του Παντείου Πανεπιστημίου. Η ώρα του φαγητού, και ποιος θα φανταζόταν πριν δύο χρόνια ότι αυτό το εστιατόριο θα ήταν κάποτε ασφυχτικά γεμάτο; Τόσο γεμάτο που να μην υπάρχει  ένα άδειο τραπέζι και η ουρά των φοιτητών που αναμένουν να φάνε φτάνει κοντά στη πόρτα της εισόδου. Το φαγητό κατά πολλούς μπορεί να μην έχει την καλύτερη ποιότητα και γεύση αλλά παρέχεται δωρεάν, πολύ σοβαρός παράγοντας για την εποχή που διανύουμε , ώστε να επιλέγουν οι φοιτητές να πάρουν το μεσημεριανό τους στη πανεπιστημιακή λέσχη και όχι σε κάποιο φαστφουντάδικο δίπλα στη σχολή! Η Άννα σχολιάζει: “ από το πρώτο έτος της σχολής έρχομαι εδώ για  να φάω, ωστόσο, μόνο τον τελευταίο χρόνο έχω παρατηρήσει να έρχονται τόσοι πολλοί φοιτητές και ανάμεσα τους άτομα τα οποία στα πρώτα έτη αντιμετώπιζαν το εστιατόριο με απαξιωτικό τρόπο.’’

  Αλλαγές υπάρχουν και στην εξωτερική τους εμφάνιση. Η επιλογή των ρούχων και των αξεσουάρ δεν γίνεται με βάση απαραίτητα τη μάρκα αλλά το κόστος. Τα επώνυμα τζιν και το πάθος των γυναικών για ακριβές τσάντες, εντυπωσιακά παπούτσια και κοσμήματα, αποτελούν παρελθόν. Ακόμη  δεν  παρουσιάζουν δισταγμούς να χρησιμοποιούν τα «κινητά παντόφλες.» O Κώστας ακουμπώντας με άνεση πάνω στο τραπέζι το κινητό του, που είναι πολύ παλαιού μοντέλου, επισημαίνει: “να και κάτι καλό που μας έφερε η κρίση! Μπορώ να χρησιμοποιώ τέτοιο κινητό χωρίς να με κοροϊδεύουν , εξάλλου δεν καταλαβαίνω αυτή την καταναλωτική μανία; Tι το θες το κινητό, απλά να μιλάς και να στέλνεις μηνύματα και αυτό εδώ κάνει αυτή τη δουλειά.’’ Κάτι άλλο που έχει αλλάξει ριζικά είναι ο τρόπος διασκέδασης. Προ κρίσης ,κυρίως, η διασκέδαση ήταν η εξής: πρώτα καφεδάκι, μετά φαγητό και τέλος clubbing ως το πρωί. Αυτή τη περίοδο κάτι τέτοιο θεωρείται πολυτέλεια, έτσι επιλέγουν να κάνουν ένα από τα τρία, γι΄αυτό να μην αναρωτιόμαστε γιατί είναι γεμάτες οι καφετέριες και τα clubs, γιατί πολύ απλά έχουν κόψει από κάτι άλλο.

  Ίσως τελικά πρέπει να πιστέψουμε στην άποψη ό,τι γίνεται, γίνεται για καλό. Ύστερα από αυτή τη φάση, θα έχει γίνει ένα ξεκαθάρισμα και οι προτεραιότητες μας θα αλλάξουν. Καλή τύχη!

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

                         Δημοσιογραφικός λόγος και λέξεις

   «Τί εστί βανδαλισμός;» αναρωτιέται ο κ. Μανδραβέλης στο αντίστοιχο άρθρο του στη Καθημερινή, καθώς ενώ  στα λεξικά ως βανδαλισμός καταγράφεται η «σκόπιμη πρόκληση φθοράς καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, αγαλμάτων, αρχιτεκτονημάτων», στην καθομιλουμένη ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με μία πιο ευρεία έννοια που σκοπό έχει να περιγράψει  « τη σκόπιμη καταστροφή, οποιουδήποτε πράγματος». Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν πολλά που αποδεικνύουν την τάση της εποχής μας, να συμπεριφερόμαστε με βάση τα στερεότυπα και οι λέξεις να έχουν χάσει πλέον τις έννοιες τους. Από αυτόν τον κανόνα, διότι περί κανόνα πρόκειται, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση ο δημοσιογραφικός λόγος, που όλοι ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά και όπως πολλοί υποστηρίζουν, ως ένα βαθμό τα μέσα επικοινωνίας είναι αυτά που δημιουργούν τα στερεότυπα και αλλοιώνουν τις έννοιες των λέξεων.   

    Οι λέξεις είναι ο βασικός παράγοντας στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Η χρήση τους  είναι πολύπλευρη και καθορίζουν την συμβίωση και συνύπαρξη μας με τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας στην οργανωμένη κοινωνία. Μέσω των λέξεων εκφράζουμε τα συναισθήματα μας, τις σκέψεις, τις απόψεις, τις αντιρρήσεις μας, λύνουμε διαφορές, ανταλλάσουμε γνώμες, αφηγούμαστε, περιγράφουμε καταστάσεις και γεγονότα. Με τις λέξεις δημιουργείται ο κοινός κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, τουλάχιστον όταν αυτές διατυπώνονται με την κυριολεκτική σημασία τους. Τί γίνεται, όμως, όταν οι έννοιες των λέξεων ξεχειλώσουν; όταν η έννοια μιας λέξης γίνεται πιο ευρεία; Άραγε  αυτές οι αλλοιωμένες λέξεις  χρησιμοποιούνται ασύστολα  και από τα μέσα ενημέρωσης, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και έχουν την μεγαλύτερη επιρροή  πάνω στον άνθρωπο και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του; Έχει ο δημοσιογραφικός λόγος ξεφεύγει απόλυτα από τα καθορισμένα πρότυπα;


   Ο δημοσιογραφικός λόγος ορίζεται ως ΄΄ «δημόσιος λόγος», πληροφοριακός, συχνά ιδεολογικά φορτισμένος, πειθαναγκαστικός, επιστημονικός και πιο σπάνια λογοτεχνικός, αποφεύγει τη πολυσημία, είναι ακριβολόγος, σαφής, σύντομος και υπακούει στους κανόνες της κοινωνικά αποδεκτής μορφής της γλώσσα.’’ Ωστόσο, αυτή είναι μια θεωρητική προσέγγιση διότι στη πράξη όποιο μέσο επικοινωνίας και αν χρησιμοποιούμε, πολύ εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι έντονη η χρήση του μεταφορικού  λόγου και οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται με τις ακριβείς τους σημασίες. Πολλές φορές σε στην προσπάθεια τους να εντυπωσιάσουν οι δημοσιογράφοι το κοινό, να κάνουν τις περιγραφές τους πιο παραστατικές και να πείσουν για τα λεγόμενα τους, προσφεύγουν σε παίγνια και κάνουν χρήση μιας πιο ποιητικής γλώσσας. Ονοματικές φράσεις όπως μαύρο/ζεστό χρήμα, τραυματική εμπειρία, κραυγή αγωνίας, αγγελικό πρόσωπο ή εκφράσεις του τύπου «η αστυνομία χτένισε κυριολεκτικά την περιοχή, η υπόθεση καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου» είναι συχνό φαινόμενο  που αποδεικνύουν ότι η κυριολεκτική σημασία των λέξεων είναι αμφισβητούμενη. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο δημοσιογραφικός λόγος λόγω τέτοιων στερεότυπων τείνει να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνικό και να αφανιστεί το είδος του. Αλλά ,όπως προαναφέρθηκε, τα Μέσα Μαζικής  Ενημέρωσης ασκούν μεγάλη επιρροή στους ανθρώπους και δημιουργούν στερεότυπα, γεγονός που οδηγεί όλους να συμπεριφέρονται  με βάση αυτών, χωρίς να ψάχνουν τις έννοιες των λέξεων.

   Επομένως, αυτό που πρέπει να γίνει για  να μην γίνεται κοινή χρήση μια λέξης για πολλά νοήματα είναι να οριοθετούνται  οι λέξεις και  να τις σκεφτόμαστε πριν τις χρησιμοποιήσουμε, σ΄ αυτό καθοριστικό ρόλο θα παίξουν και τα μέσα επικοινωνίας. 

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

΄΄Η Πιανίστρια" με το Νόμπελ..

  Τον Οκτώβριο του 2004 απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στην αυστριακή μυθιστοριογράφο και θεατρική συγγραφέα, Ελφρίντε Γέλινεκ. Η οποία στην απονομή της επίμεινε στο γεγονός ότι της ήταν αδύνατον να το αποδεχτεί προσωπικά, ως ΄΄εγώ΄΄. Ο λόγος για τον οποίον διατήρησε αυτή τη στάση, όπως εξομολογείται στη δημοσιογράφο Κρίστιν Λεσέρ ήταν :διότι ΄΄όταν απονέμεται σε μία γυναίκα ένα τέτοιο βραβείο, είτε το θέλει είτε όχι, μαζί της ανταμείβονται όλες οι γυναίκες. Ακριβώς  επειδή η γυναίκα δεν έχει το καθεστώς του υποκειμένου που είναι ανδρικό προνόμιο. Μάλιστα αυτό μου το αποδεικνύουν οι γυναίκες γιατί συνεχώς μου λένε το εξής «Αυτό το Νόμπελ μας ευχαρίστησε τόσο πολύ ως γυναίκες.»΄΄ εκδηλώνοντας καταυτόν τον τρόπο για άλλη μια φορά τα φεμινιστικά της φρονήματα. Ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η Γέλινεκ πεισματικά επιμένει ότι η κοινωνία ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει, ίσως κάποια  μικροπράγματα να έχουν αλλάξει αλλά δομικά παραμένει η ιδία. Μια κοινωνία που περιφρονεί το γυναικείο φύλο και το εξευτελίζει. Ειδικότερα οι γυναίκες συγγραφείς που έρχονται αντιμέτωπες με την πολιτισμική περιφρόνηση καθώς η καλλιτεχνική τους εργασία υπόκειται σε ιδιαζόντως αντρικά αξιολογικά κριτήρια. Αυτό είναι μια απόδειξη βίας και εξευτελισμού της γυναίκας, καθώς κρίνεται η εργασία της με ανδρική κριτήρια. Ωστόσο, η συγγραφέας δεν στρέφεται μονό εναντίον των ανδρών αλλά και των γυναικών που δεν στηρίζονται στις δυνάμεις τους αλλά ποντάρουν στους άνδρες τους για να οργανώσουν τη ζωή τους, υποβιβάζοντας και απαξιώνοντας καταυτό τον τρόπο το γυναικείο φύλο.


  Η Ελφρίντε  Γέλινεκ είναι  ευρέως γνωστή για το έργο της  ΄΄Η Πιανίστρια ΄΄ , ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που αντικατοπτρίζει τον συναισθηματικό της κόσμο. Γεννημένη το 1946 στο Μυρτσουσλάγκ στη Σύρια από πατερά ταπεινής καταγωγής και μητέρα που προερχόταν από καλή αστική τάξη, τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα και σε συνδυασμό με τη μητέρα της απόλυτα καθοριστικά στη ζωή της. Η μητέρα της, Όλγα, ήταν η κυρίαρχη  δύναμη του σπιτιού, και η Γέλινεκ  ήταν παραδομένη στην παντοδυναμία της. Σε αντίθεση με τους συνομηλίκους της περνούσε ατέλειωτες ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο της μελετώντας όλα τα μουσικά όργανα και χορό, όπως πρόσταζε η μητέρα της. Είχε ανατραφεί ως περιθωριακή, χωρίς κοινωνική ζωή και όπως η ιδία αναφέρει χαρακτηριστικά: ΄΄ Η παιδική ηλικία ως τέτοια δεν υπάρχει για μένα, γιατί ποτέ δεν είχα το δικαίωμα να είμαι παιδί.΄΄ Η πατρική μορφή ήταν απούσα όχι μονό γιατί αυτή που πάντα κυριαρχούσε ήταν η μητέρα της αλλά και επειδή ο πατέρας της κατέληξε ψυχασθενής. Ακόμη και στα έργα της το πατρικό πρόσωπο είναι βουβό, άρρωστο, ανάπηρο ή τρελό. Το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής απέκλειε παντελώς τον πατερά και η εκπαίδευση κατέληγε μητρογραμμική, για εκείνη όταν πήγαινε σχολειό σήμαινε σαν να πήγαινε στο θάνατο και τούτο διότι ήταν συνδεδεμένο με ένα άκρως καταναγκαστικό εκπαιδευτικό σύστημα και με την μητέρα της που ήταν απόλυτα αυταρχική, η ιδία ποτέ δεν μπόρεσε να ανεχτεί οποιαδήποτε μορφή αυθεντίας. Πάραυτα, ανάμεσα στη Γέλινεκ και στη μητέρα της δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καθήλωσης, αυτό αποδεικνύεται αφενός ακόμη κι όταν παντρεύτηκε δεν εγκατέλειψε την μητρική της κατοικία αφετέρου η μητέρα της μέχρι το τέλος της ζωής της ασκούσε πάνω της αυτή τη δύναμη καθήλωσης. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, παραδέχεται ότι μπορεί  πράγματι πάντα να επιθυμούσε να επιστρέψει σ΄αυτό το παιδικό καθεστώς και κατά βάθος αρνιόταν  να έχει μια κανονική ζωή και ο σύζυγος της το προσφέρει αφού μπορεί να ζήσει σε πλήρη αυτάρκεια και δεν της ζητά ποτέ τίποτα.
                                                           

  Όντας ένα ακοινώνητο ον και απόλυτα παραδομένη στην κυριαρχία της μητέρας της, βρήκε καταφύγιο στη γραφή και στην ανάγνωση. Ξεκίνησε γράφοντας ποιήματα ,ωστόσο, γρήγορα συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν πιο πολύ χώρο για να διατυπώσει αυτά που νιώθει και κατέληξε ότι η πεζογραφία αντιστοιχεί καλύτερα στην ιδιοσυγκρασία της αφού ο περιορισμός δεν της ταιριάζει. Η συμβολή του Βreicha στην συγγραφική της πορεία ήταν πολύ σημαντική, αυτός την ανακάλυψε, την στήριζε, την ενθάρρυνε και όπως η ιδία τονίζει : ΄΄σ΄αυτόν οφείλω τα πάντα….χάρη σ΄αυτόν έγινα συγγραφέας, θέλω να πω επαγγελματίας συγγραφεας.΄΄ Κατά  τη δεκαετία 1975-1985 αναπτύσσει μια έντονη δραστηριότητα στο χώρο της ποίησης, της πρόζας, στο θέατρο, στο δοκίμιο, θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο, και σήμερα ασχολείται με την μετάφραση σπουδαίων δημιουργών όπως ο Oscar Wilde.           


  Μπορεί σήμερα η Γέλινεκ  να ζει απομονωμένη, παράμερα στο σπίτι της στη Βιέννη και βυθισμένη στη γραφή της,ωστοσο, για πολλά χρόνια η πολιτική της δράση ήταν έντονη. Το 1974 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστρίας και τούτο διότι όχι γιατί πίστευε  στην ικανότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την κοινωνία αλλά διότι ήθελε να αναλάβει αυτή την πολιτική εργασία στη βάση, ήθελε να υποταχτεί σ΄αυτή την άσκηση ταπείνωσης. Εκείνο το διάστημα το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίας προσέγγιζε τους καλλιτέχνες και τους ηθοποιούς, οι όποιοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν το κόμμα αλλά αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν άπατη καθώς το κεφάλαιο τής καλλιτεχνών και ηθοποιών, το κόμμα το σπατάλησε και την εξουσία την είχε πάντοτε η σκληρή γραμμή του κόμματος.  Κάνοντας σήμερα τον απολογισμό της ύστερα από 20 χρόνια της πολίτικης της στράτευσης συμπεραίνει ότι τίποτε δεν έχει χαθεί ή αλλοιωθεί από τα αντικαπιταλιστικά της φρονήματα, από το μισός της για τη καταστροφή και την κοινωνική αδικία που γεννηθήκαν άπαυτο το σύστημα. Είναι πλέον πεπεισμένη ότι στη λογοτεχνία ξεπλήρωσε με επιτυχία το πολιτικό της μέλημα.

ΤΟ ΝΗΣΙ

 Το νησί  Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς είναι να ζεί κανείς στην απομόνωση, η αρρώστια του να τον στιγματίζει και να γίνεται η αιτία να αποχωριστεί για πάντα την οικογένεια, τους φίλους, τις καθημερινές συνήθειες και να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή, με καινούργια δεδομένα, νέες βάσεις και έναν μόνιμο φόβο, αυτόν της ύπαρξης; Άραγε η δύναμη της αγάπης είναι τόσο μεγάλη που να έχει τη δυνατότητα να αντέξει μέσα στο χρόνο και να βγεί νικήτρια; Μπορεί η δυστυχία και ο φόβος του θανάτου να γεννήσει την ελπίδα, να ενδυναμώσει τις σχέσεις και να κάνει τη λαχτάρα για ζωή πολύ μεγαλύτερη; Τις απαντήσεις μπορούμε να τις βρούμε στο βιβλίο ΄΄ Το νησί" της Victoria Hislop, από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.

  H Αλέξις επιθυμεί να μάθει για το παρελθόν της μητέρας της, Σοφίας, που τόσο πεισματικά αρνείται να αποκαλύψει. Το μόνο που ξέρει είναι ότι η μητέρα της μεγάλωσε σ'ένα μικρό χωριό της Κρήτης πριν αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Έτσι, παίρνει την απόφαση να επισκεφθεί την Κρήτη, κρατώντας στα χέρια της ένα γράμμα από την Σοφία για να το δώσει σε μια παλία φίλη της, τη Φωτεινή Δαβάρα, η οποία θα ήταν το πρόσωπο που έμελλε να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια και θα ήταν ο κρίκος για την αποκατάσταη των σχέσεων μεταξύ μητέρας και κόρης.

  Η ιστορία ξεκινάει τρεις γενεές πριν, το 1939 από την προγιαγιά της Αλέξις, την Ελένη. Μια γυναίκα καλόκαρδη, κάτοικος της Πλάκας και ευτυχισμένη με τον άνδρα της ,Γεώργη Πετράκη και τις δύο κόρες της, Μαρία και Άννα. Ήταν η πρώτη που προσβλήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν και μεταφέρθηκε στο νησί της κατοικίας των λεπρών, στη Σπιναλόγκα, ή όπως αλλιώς συνήθιζαν να το ονομάζουν το νησί των " ζωντανών νεκρών " , εκεί ήταν και το μέρος που θα άφηνε και την τελευταία της πνοή. Ωστόσο, μέχρι να συμβεί αυτό είχε αναθεωρήσει πολλές απόψεις σχετικά με την αρρώστια, το νησί, τη ζωή μέσα σε αυτό και κατά τη διάρκεια της διαμονής της στη Σπιναλόγκα η φλόγα της για ζωή είχε δυναμώσει. Την ίδια εμπειρία ύστερα από χρόνια θα βίωνε και μία από τις κόρες της η Μαρία, ενώ η άλλη της κόρη,Άννα, θα παντρευόταν έναν πλούσιο νεαρό, τον Ανδρέα, που στο τέλος αφού είχαν κάνει ένα κοριτσάκι,την Σοφία, θα την σκότωνε διότι είχε ανακαλύψει ότι τον απατούσε.

  Η Μαρία παρέμεινε αρκετά χρόνια στο νησί, ώσπου ανακαλύφθηκε το φάρμακο κατά της λέπρας και εκκενώθηκε πλήρως το νησί. Εντασσόμενη πάλι στην "κανονική" κοινωνία και μετά τον θάνατο της αδερφής της ανέλαβε μαζί με τον άνδρα της, Κυρίτση, την επιμέλεια της μικρής Σοφίας, μητέρα της Αλέξις, αποκρύπτοντάς της την αλήθεια για την ιστορία των προγόνων της μέχρι τα 18 της χρόνια. Μια αλήθεια που όπως είχαν προβλέψει θα πλήγωνε και θα έκανε τη Σοφία αφενός να ντραπεί και αφετέρου να μην ξαναγυρίσει στη Κρήτη, όπως και έπραξε.

  Παρά τα δεινά της αρρώστιας, της απομόνωσης και της δυστυχίας οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου δένονταν πάντα με αγάπη, ήλπιζαν και ξαναγεννιόντουσαν από τις στάχτες.

  Ένα βιβλίο που προωθεί τη ζωή, την αισιοδοξία και την ελπίδα.
  Αξίζει να το διαβάσετε!